ΦΩΚΙΩΝ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗΣ (1910-1992)
συνέχεια από σελ. 1
Άν λοιπόν θελήσει κανείς να συναρμολογήσει σε σύνολο τις ιδέες του Φ. Φραντζεσκάκη για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα πρέπει να δουλέψει κυρίως με το θησαυρό των scripta minores που συνθέτουν το μεγάλο μέρος της παραγωγής του. Μια τέτοια προσπάθεια διευκολύνεται ωστόσο σημαντικά από τα δημοσιευμένα στο Repertoire de droit international άρθρα του για την έννοια και τα γενικά προβλήματα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που από τη φύση και το αντικείμενό τους -με το ευεργέτημα του χαρακτήρα της έκδοσης όπου φιλοξενούνται ως νομικού λεξικού και έργου αναφοράς- αποτελούν έκφραση των θεμελιωδών αντιλήψεών του για τον κλάδο. Θα είχαμε πάντως μια πιο συστηματική παρουσίαση των αντιλήψεων αυτών αν ο Φ. Φ. δεχόταν την πρόσκληση της Ακαδημίας Διεθνούς Δικαίου της Χάγης να δώσει μετά το 1980 το cours general της πρώτης περιόδου των μαθημάτων της. Παρ' όλες όμως τις παραινέσεις φίλων και μαθητών του επέμεινε στην άρνησή του. Ήταν αυτό μια στάση που υπαγόρευε η έλλειψη χρόνου, άλλες προτεραιότητες ή δουλείες, οι βιοτικές δυσχέρειες από τη μετεγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, ή, μαζί και χωριστά, η έκφραση μέσα από την άρνηση μιας θέσης του απέναντι στον κλάδο με τον οποίο, θα έλεγε κανείς, είχε ταυτιστεί; Κι ο ίδιος νομίζω θα δυσκολευόταν να απαντήσει και προπαντός να προσδιορίσει για τον καθένα από τους λόγους αυτούς το μέτρο της συνενοχής τους στην απόφασή του.
Θα ήθελα να επαναλάβω κι εδώ πόσο λυπήθηκα, μαζί με πολλούς άλλους, γι αυτή την απόφασή του. Γιατί είμαι βέβαιος ότι ένα "γενικό μάθημα" ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Φ. Φραντζεσκάκη θα ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο. Θα έδινε στον ίδιο την ευκαιρία, μέσα από ένα είδος γενικού απολογισμού, να συμπυκνώσει και να οργανώσει τις θέσεις του απέναντι στον κλάδο και να ξεκαθαρίσει πολλούς εκκρεμείς λογαριασμούς μαζί του. Και, παράλληλα, θα πρόσφερε μια συνολική παρουσίαση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στηριγμένη στα θεωρητικά πιστεύω του συγγραφέα που νομίζω πως είναι ένας κριτικός κρατικός θετικισμός τον οποίο αμβλύνουν, διορθώνουν και, ως ένα σημείο, εξισορροπούν η συγκριτική εμπειρία κι ένας μετρημένος διεθνισμός με απλωμένες τις ρίζες του σε μια ιστορικά και πολιτιστικά θεμελιωμένη αντίληψη φυσικού δικαίου. Ένα ιδιωτικό διεθνές δίκαιο μ' αυτή την αφετηρία κι αυτούς τους προσανατολισμούς, δοσμένο με τον λογικά απαστράπτοντα, εννοιολογικά τέμνοντα και, ιδίως, κομψό λόγο του Φ. Φ. θα ήταν σημαντικό απόκτημα για τη φιλολογία του κλάδου.
Θα ήθελα να επαναλάβω κι εδώ πόσο λυπήθηκα, μαζί με πολλούς άλλους, γι αυτή την απόφασή του. Γιατί είμαι βέβαιος ότι ένα "γενικό μάθημα" ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Φ. Φραντζεσκάκη θα ήταν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο. Θα έδινε στον ίδιο την ευκαιρία, μέσα από ένα είδος γενικού απολογισμού, να συμπυκνώσει και να οργανώσει τις θέσεις του απέναντι στον κλάδο και να ξεκαθαρίσει πολλούς εκκρεμείς λογαριασμούς μαζί του. Και, παράλληλα, θα πρόσφερε μια συνολική παρουσίαση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στηριγμένη στα θεωρητικά πιστεύω του συγγραφέα που νομίζω πως είναι ένας κριτικός κρατικός θετικισμός τον οποίο αμβλύνουν, διορθώνουν και, ως ένα σημείο, εξισορροπούν η συγκριτική εμπειρία κι ένας μετρημένος διεθνισμός με απλωμένες τις ρίζες του σε μια ιστορικά και πολιτιστικά θεμελιωμένη αντίληψη φυσικού δικαίου. Ένα ιδιωτικό διεθνές δίκαιο μ' αυτή την αφετηρία κι αυτούς τους προσανατολισμούς, δοσμένο με τον λογικά απαστράπτοντα, εννοιολογικά τέμνοντα και, ιδίως, κομψό λόγο του Φ. Φ. θα ήταν σημαντικό απόκτημα για τη φιλολογία του κλάδου.
Η νομική παιδεία που οφείλει στις σπουδές και τις πρώτες έρευνές του ο Φ. Φ. είχε για κεντρική ύλη το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του μεσοπολέμου, μια θεωρητική αντίληψη του δικαίου των συγκρούσεων νόμων που, κατά τη διάρκεια ιδίως της δεκαετίας του '30, καλλιέργησε αυτάρεσκα στην Ευρώπη την εντύπωση ότι έβαλε επιτέλους τάξη στο σπίτι της. Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο προτείνεται ως ένα σύστημα διμερών κανόνων συνδέσεως που καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο για καθεμία από τις παραδεδομένες κατηγορίες του ιδιωτικού δικαίου, διεκδικούν, παρά την εθνική προέλευσή τους, "δυνάμει" οικουμενική ισχύ, υπακούουν σε περιορισμένες αλλά πάντως φιλόδοξες διεθνείς σκοπιμότητες και έχουν για επιστέγασμα μιαν υπέρμετρη σε διαστάσεις και έντονη σε αφαίρεση γενική θεωρία αφιερωμένη στα μεγάλα, αριστοκρατικά προβλήματα, αληθινά τοτέμ, του κλάδου, όπως οι χαρακτηρισμοί, η παραπομπή, η δημόσια τάξη. Ο Φ. Φ. μπαίνει σ' αυτή την ευρωπαϊκή κοίτη που τα νερά της, καθώς περνούν από τη Γαλλία, συναντούν τον particularisme ενός Lerebours-Pigeonniere, αναδεύονται από τις μετασχηματιζόμενες θεωρητικές αντιρρήσεις ενός Niboyet, ηρεμούν όμως πάνω στο φωτεινό κλασικισμό ενός Maury και τον ορθολογικό θετικισμό ενός Batiffol. Δεν δίνει ποτέ την εντύπωση ότι παρασύρεται από το ρεύμα. Το ακολουθεί αυτοδύναμα και κριτικά, από κάποια απόσταση θα μπορούσε κανείς να πει, διευκρινίζοντας, διορθώνοντας και πλουτίζοντάς το με στοιχεία που του προσφέρει η συγκριτική και ιστορική θεώρηση και του αποκαλύπτει η λογική ενδοσκόπηση του συστήματος.
Η δουλειά του στα δύο αυτά πεδία, το ιστορικό-συγκριτικό και το δογματικό, αισθητή λιγότερο ως αποθησαυρισμένο έργο και περισσότερο ως πρότυπο μεθοδολογικής στάσης, υπήρξε μια σημαντική και προσωπικά χαρακτηριστική συμβολή του στη γαλλική και, μέσα απ' αυτή, στην ευρωπαϊκή θεωρία του κλάδου. Στα κείμενά του αντικατοπτρίζεται μια "ηπειρωτική" αντίληψη ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχει βέβαια για θεμέλιο το γαλλικό δίκαιο και τις γαλλικές θέσεις, είναι όμως ανοιχτή στην ξένη, ευρωπαϊκή και εξωευρωπαϊκή, νομική εμπειρία και προπαντός στην ξένη φιλολογία, πράγμα που του επιτρέπουν οι γλωσσικές γνώσεις του και μαρτυρεί η μεγάλη εθνική ποικιλία των συγγραφέων που βιβλιοκρίνει. Στο συνεχώς ανανεούμενο διεθνές περιβάλλον αντλεί τόσο συγκριτική ύλη θετικού δικαίου, όσο και νοητικά και μερικές φορές ιδιοσυγκρασιακά σχήματα συμπεριφοράς που προτείνουν ή αναπτύσσουν ξένες σχολές και μεμονωμένοι ξένοι συγγραφείς. Τα στοιχεία αυτά διευρύνουν σε έκταση και ενισχύουν σε ένταση την έμφυτη κλίση του για εννοιολογική κριτική και αποκάθαρση του αντικειμένου της δουλειάς του. Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο υποβάλλεται σε μικροσκοπική και μακροσκοπική εξέταση, περισσότερο ίσως στην πρώτη και λιγότερο στη δεύτερη. Και οι δύο όμως αυτές προσεγγίσεις αποκαλύπτουν τα όρια και τη σύνθεση του κλάδου. Ο Φ. Φραντζεσκάκης δεν ταυτίζεται με μιαν αντίληψη ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που έχει αποκλειστικό αντικείμενο το δίκαιο των συγκρούσεων νόμων. Οι κανόνες συνδέσεως δεν είναι παρά μια από τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης του διεθνούς συναλλακτικού βίου. Παράλληλα μ' αυτούς υπάρχουν και λειτουργούν διάφορα είδη κανόνων ουσιαστικού δικαίου που μετέχουν στη ρύθμιση των ιδιωτικών διεθνών σχέσεων. Πρόκειται για τους κάθε λογής κανόνες που η σύγχρονη θεωρία κατατάσσει σε μια πολυσήμαντη κατηγορία γνωστή με τον περίεργο αλλά βολικό τίτλο κανόνες ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τί ακριβώς υπάρχει και τι μπορεί να χωρέσει κάτω απ΄αυτή την ελαστική ονομασία είναι ερώτημα στο οποίο δεν έχει δοθεί ακόμα και ίσως δεν είναι δυνατό να δοθεί ποτέ οριστική απάντηση. Πρόκειται για μια περιοχή που προσδιορίζει και ευνοεί την εμφάνιση κάθε είδους νομικής χλωρίδας. Μπορεί να συναντήσει κανείς εκεί κανόνες ουσιαστικού δικαίου προορισμένους να ρυθμίσουν αποκλειστικά διεθνείς συναλλακτικές σχέσεις και κανόνες που ρυθμίζουν αδιάκριτα σχέσεις διεθνείς και εθνικές. Κανόνες που έχουν εθνική νομοθετική προέλευση και κανόνες που αντλούνται από διεθνείς, συμβατικές και μη συμβατικές πηγές. Κανόνες που λειτουργούν μόνο με νομιμοποίηση της εφαρμοσιμότητας τους από ένα κανόνα συνδέσεως και κανόνες που ισχύουν και εφαρμόζονται άμεσα, χωρίς δηλαδή μεσολάβηση κανόνα συνδέσεως.
Στις πρώτες σελίδες της μονογραφίας του για την παραπομπή, ο Φ. Φ. επισύρει την προσοχή σ' αυτό το τελευταίο είδος κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Τους ονομάζει regles d'application immediate γιατί είναι κανόνες που εφαρμόζονται άμεσα, χωρίς να χρειάζονται την άδεια ενός κανόνα συνδέσεως. Ο όρος είναι εύστοχος και φωτεινός. Περνά γοργά στο τεχνικό λεξιλόγιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Αντέχει στον ανταγωνισμό πολλών άλλων όρων που ρίχνει στην αγορά η γνώριμη μανία για νεολογισμούς και αναβαπτίσεις των θεωρητικών του κλάδου. Ανακάλυψη ή επισήμανση -οι έννοιες είναι σχεδόν ταυτόσημες στο πεδίο της λογικής του δικαίου- το νομικό κοίτασμα που αποτύπωσε στη χαρτογραφία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου η παρατήρηση του Φ. Φ. αλλάζει ριζικά και θα έλεγα οριστικά το θεωρητικό τοπίο. Ριζικά γιατί οι κανόνες άμεσης εφαρμογής επιβεβαιώνουν τη σχετικότητα των κανόνων συνδέσεως και διευκρινίζουν από τη σκοπιά τους τα πεπερασμένα όρια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ως δικαίου των συγκρούσεων νόμων. Και οριστικά, γιατί, κατά την οξυδερκή παρατήρηση του Φ. Φραντζεσκάκη, οι κανόνες άμεσης εφαρμογής αποτελούν αντανάκλαση στο πεδίο του δικαίου ενός αναπότρεπτου, στα όρια του ορατού ιστορικού ορίζοντα, πολιτικού φαινομένου: της δράσης του κράτους για την οργάνωση και εμπέδωση του οικονομικού και κοινωνικού προτύπου που εκφράζουν οι δυνάμεις της εξουσίας. Μέσα στο ιεραρχικά πολυστρωματικό σώμα του δικαίου υπάρχουν κανόνες ουσιαστικού δικαίου που ενσωματώνουν μιαν ανένδοτη νομοθετική βούληση ισχύος, που χαρακτηρίζονται από μια ρυθμιστική ενέργεια υψηλής τάσης. Και αυτό όχι επειδή έχουν ένα τυπικό τίτλο νομικής υπεροχής που τους προσφέρει η πράξη γεννήσεώς τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με το σύνταγμα απέναντι στον κοινό νόμο, με τις διεθνείς συμβάσεις σε σχέση με το εσωτερικό δίκαιο, με το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο απέναντι στο παράγωγο, αλλά επειδή μεταφέρουν και ενεργοποιούν ένα πολιτικά ανυποχώρητο νομικό μήνυμα.
Η έννοια των κανόνων άμεσης εφαρμογής έχει ενταχθεί οριστικά στη θεωρητική μορφολογία του σύγχρονου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και καθιερωθεί στη νομολογία και τη θεωρητική πράξη. Τη συναντάμε ειδικότερα στη σύμβαση της Χάγης (1978) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις μεσαζόντων και στην αντιπροσωπεία στη σύμβαση της ΕΟΚ (1980) για το εφαρμοστικό δίκαιο στις συμβατικές ενοχές στο ελβετικό σχέδιο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και στο γερμανικό σχέδιο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, καθώς και στην πρόσφατη σύμβαση της Χάγης (1984) για το εφαρμοστέο δίκαιο στα τραστ και στην αναγνώρισή τους. Στην αρχική διατύπωσή της, ο Φ. Φραντζεσκάκης την είχε περιορίσει στους κανόνες άμεσης εφαρμογής της lex fori. Βαθμηδόν όμως η θεωρία και η πρακτική την προώθησε και στο ξένο δίκαιο. Το βήμα ήταν αποφασιστικό. Η άμεση εφαρμογή εγχωρίων κανόνων ουσιαστικού δικαίου θα μπορούσε να δικαιολογηθεί θεωρητικά με τη βοήθεια μιας διεύρυνσης της δημόσιας τάξης στο πεδίο της λεγόμενης θετικής ενέργειάς της. Η λήψη όμως υπόψη κανόνων άμεσης εφαρμογής τρίτης πολιτείας, στην περίπτωση που εφαρμοστέο δίκαιο στη σχέση, σύμφωνα με τους κανόνες συνδέσεως, είναι η lex fori η το δίκαιο μιας άλλης πολιτείας, αποτέλεσε για το δίκαιο των συγκρούσεων νόμων αληθινή αίρεση που ωστόσο δίνει σήμερα την εντύπωση ότι έχει νομιμοποιηθεί.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι τις πρώτες σκέψεις του για το φαινόμενο των κανόνων άμεσης εφαρμογής διατυπώνει ο Φ. Φραντζεσκάκης στη μονογραφία του για την παραπομπή που δημοσιεύεται το 1958, ακριβώς δηλαδή τη χρονιά που ο Αμερικανός συγγραφέας B. Currie αρχίζει να προωθεί στη δημοσιότητα τις ριζοσπαστικές προτάσεις του για τη λύση των συγκρούσεων νόμων, γνωστές σήμερα ως θεωρία της interest analysis. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το πεδίο εφαρμογής ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου αποτελεί αντανάκλαση της νομοθετικής πολιτικής, των governmental interests που ο κανόνας ενσωματώνει και υπηρετεί. Ανάμεσα στην ευρωπαϊκή κατασκευή των κανόνων άμεσης εφαρμογής και τη διδασκαλία του B. Currie -που έχει κατακτήσει σημαντικό έδαφος στην αμερικανική θεωρία και πράξη τα τελευταία είκοσι χρόνια- υπάρχει ευρεία σύμπτωση δεδομένων και λύσεων: Πρώτο, και στις δυο περιπτώσεις το πρόβλημα του εφαρμοστέου δικαίου μετατίθεται από το επίπεδο των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο επίπεδο των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Δεύτερο, το πεδίο εφαρμογής των κανόνων ουσιαστικού δικαίου προσδιορίζεται με μονομερή συλλογιστική. Και τρίτο, και κυριότερο, ένας κανόνας ουσιαστικού δικαίου κηρύσσεται εφαρμοστέος καθ΄υπαγόρευση της νομοθετικής πολιτικής που καλείται να πραγματώσει και όχι, όπως συμβαίνει στο παραδεδομένο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, επειδή το επιτάσσει ένας κανόνας συνδέσεως.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι τις πρώτες σκέψεις του για το φαινόμενο των κανόνων άμεσης εφαρμογής διατυπώνει ο Φ. Φραντζεσκάκης στη μονογραφία του για την παραπομπή που δημοσιεύεται το 1958, ακριβώς δηλαδή τη χρονιά που ο Αμερικανός συγγραφέας B. Currie αρχίζει να προωθεί στη δημοσιότητα τις ριζοσπαστικές προτάσεις του για τη λύση των συγκρούσεων νόμων, γνωστές σήμερα ως θεωρία της interest analysis. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το πεδίο εφαρμογής ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου αποτελεί αντανάκλαση της νομοθετικής πολιτικής, των governmental interests που ο κανόνας ενσωματώνει και υπηρετεί. Ανάμεσα στην ευρωπαϊκή κατασκευή των κανόνων άμεσης εφαρμογής και τη διδασκαλία του B. Currie -που έχει κατακτήσει σημαντικό έδαφος στην αμερικανική θεωρία και πράξη τα τελευταία είκοσι χρόνια- υπάρχει ευρεία σύμπτωση δεδομένων και λύσεων: Πρώτο, και στις δυο περιπτώσεις το πρόβλημα του εφαρμοστέου δικαίου μετατίθεται από το επίπεδο των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο επίπεδο των κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Δεύτερο, το πεδίο εφαρμογής των κανόνων ουσιαστικού δικαίου προσδιορίζεται με μονομερή συλλογιστική. Και τρίτο, και κυριότερο, ένας κανόνας ουσιαστικού δικαίου κηρύσσεται εφαρμοστέος καθ΄υπαγόρευση της νομοθετικής πολιτικής που καλείται να πραγματώσει και όχι, όπως συμβαίνει στο παραδεδομένο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, επειδή το επιτάσσει ένας κανόνας συνδέσεως.
Με τη διδασκαλία του για τους κανόνες άμεσης εφαρμογής ο Φ. Φ. δείχνει να έχει απλώσει τις κεραίες του προς την αιχμή των θεωρητικών εξελίξεων του κλάδου. Εντοπίζει ένα φαινόμενο της διεθνούς νομικής ζωής, το προσδιορίζει εννοιολογικά και το εντάσσει στη ρυθμιστική λειτουργία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ενώ την ίδια εποχή, χωρίς να το γνωρίζουμε ακόμα στην Ευρώπη, παράλληλα νομικά φαινόμενα και ζυμώσεις, στο ίδιο περίπου θεωρητικό μήκος κύματος, έχουν αρχίσει να τροφοδοτούν μιαν από τις σφοδρότερες θύελλες που γνώρισε ποτέ το νομικό στερέωμα της βορειοαμερικανικής ομοσπονδίας. Ενώ όμως ο B. Currie ωθεί τις ιδέες του μέχρι τις ακρότατες συνέπειές τους και στήνει τη μέθοδό του στη θέση του παραδεδομένου δικαίου των συγκρούσεων νόμων που έχει προηγουμένως ολοκληρωτικά προγράψει, ο Φ. Φ. αναγνωρίζει στους κανόνες άμεσης εφαρμογής την ιδιότητα μιας συμπληρωματικής και διορθωτικής τεχνικής στο πλαίσιο ενός πολυμέθοδου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που εξακολουθεί να στηρίζεται στους κανόνες συνδέσεως. Οι απόψεις του δικαιώνονται όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, και στις Η.Π.Α. όπου η εφαρμογή της interest analysis έχει συγκεντρωθεί σε ορισμένους τομείς του νομικού βίου, κυρίως στις αδικοπρακτικές ενοχές, και κατά τα λοιπά συμβιώνει, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με τις συμβατικές μεθόδους λύσεως των συγκρουόμενων νόμων.
Η συμβολή αυτή του Φ. Φ. φωτίζει αρνητικά και θετικά μιαν άλλη πλευρά της νομικής σκέψης του. Ενώ η λειτουργία των κανόνων άμεσης εφαρμογής θεμελιώνεται στην τελεολογική ερμηνεία του ουσιαστικού περιεχομένου τους και προσδιορίζεται απ' αυτήν, το συνολικό έργο του συγγραφέα δίνει στον ανώνυμο αναγνώστη μια γενική αίσθηση εννοιοκρατικής τοποθέτησης απέναντι στο φαινόμενο του δικαίου. Κύριο μέλημα των αναλύσεών του είναι η συγκρότηση ενός λογικά αρθρωμένου συστήματος εννοιών που λειτουργούν με το όσο το δυνατό σαφέστερα καθορισμένο περιεχόμενό τους και όχι με τις αξιολογικές προεκτάσεις τους. Οι αναφορές του στους σκοπούς του δικαίου και εικότερα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι μάλλον σποραδικές, διατυπώνονται σε χαμηλό τόνο και δίνουν σπάνια την αίσθηση ενός ιεραρχικά προωθημένου δεοντολογικού αιτήματος. Αυτό το χαρακτηριστικό της σκέψης του Φ. Φ. φαίνεται ίσως δύσκολα συμβιβάσιμο με τη γνωστή ανθρώπινη και πολιτική ευαισθησία του. Εκείνος που προσπαθεί να τον πλησιάσει μέσα από μόνη την ανάγνωση του έργου του μένει συχνά με την εντύπωση πως το κείμενο έχει φτιαχτεί με τα χέρια ενός εργαστηριακού εννοιοκράτη. Η εντύπωση είναι δικαιολογημένη, βρίσκει όμως την εξήγησή της όχι τόσο σε κάποιο είδος δογματικού πουρισμού, αλλά περισσότερο στην πνευματική εντιμότητα του συγγραφέα. Ο Φ. Φ. δεν φαίνεται ποτέ διατεθειμένος να αναμείξει τον καθαρό εννοιολογικό στοχασμό με πολιτικές εκτιμήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτες για ιδεολογική χειραγώγηση και υποκειμενικότητα και που συχνά καταλήγουν σε ψευδεπιστημονική και ψευδοπολιτική δημαγωγία. Η ευαισθησία του όμως για την πολιτική και κοινωνική διάσταση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου δεν είναι απούσα από τη σκέψη του. Είχε την ευκαιρία να την φανερώσει και μάλιστα με τρόπο ιδιαίτερα συστηματικό όταν διάλεξε ν' ασχοληθεί, το 1964, στα μαθήματα που έδωσε στην Ακαδημία της Χάγης, με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των χωρών της Αφρικής που μόλις είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους. Η έρευνα των συγκρούσεων νόμων μέσα στις χώρες αυτές, ανάμεσά τους και στις σχέσεις τους με τις οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυγμένες μητροπόλεις εισχωρεί βαθιά στο εθιμικό, εθνολογικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό υπέδαφός τους και προβάλλεται στις επιδιώξεις τους μ' ένα συνεχές παιγνίδι ανάμεσα στις έννοιες και τις αξίες, που το κατευθύνει, πέρα από τη γνώση και τη σοφία, η αγάπη γι' αυτόν τον καινούργιο δυνατό κόσμο της οδύνης, των αντιφάσεων και της ελπίδας.
Ποιό είναι, σε τελική ανάλυση, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του Φ. Φ.; Ποιά είναι η σχέση του συγγραφέα με τον κλάδο; Αν το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ήταν η ύλη που πρόσφερε στον Φ. Φ. επαγγελματική απασχόληση και επιστημονική καταξίωση, ήταν παράλληλα, αν όχι κατά προτεραιότητα, ο χωρόχρονος της μεγάλης πνευματικής του περιπέτειας. Διαλέγοντας να δουλέψει σ' ένα κλάδο όπου η παγίδευση στις νομοθετικές προσταγές είναι περιορισμένη και χαλαρή και το υλικό της κοινωνικής ζωής απέραντο, ρευστό και πολύμορφο, ο Φ. Φ. μπόρεσε να διανύσει τη δημιουργική θητεία του χωρίς να αφομοιωθεί από τα κυρίαρχα θεωρητικά πρότυπα, υπηρέτησε πιστά χωρίς ποτέ να δείξει ότι έχει στρατευθεί, κατόρθωσε να κρατήσει κοντά στην υποδειγματική επαγγελματική ευσυνειδησία του το ύφος, τον εκλεκτισμό, την ιδιαίτερη ποιότητα και την ανεξαρτησία του amateur. Η σύνθεση που αναδύεται από το έργο του είναι, στα κεντρικά χαρακτηριστικά της, κλασική χωρίς να είναι συμβατική. Το ιδιωτικό διεθνές δίκαιό του είναι θετικιστικό χωρίς να είναι δογματικό, είναι οικουμενικό ενώ θα μπορούσε να γίνει πολιτικό, είναι κόσμιο και έντιμο χωρίς να είναι πληκτικό, είναι προσωπικό χωρίς να είναι ατομικό. Είναι, ταυτόχρονα και εναλλακτικά, όργανο για επιστημονική δημιουργία, μέσο για βελτίωση της συμβίωσης των ανθρώπων και της διεθνούς συνεργασίας και σκεύος για άσκηση πνευματικής δεξιοτεχνίας. Είναι, στα χέρια του, κοινωνικός μηχανισμός και παράλληλα, θα μπορούσα να πω, το βιολί ενός κάποιου βιολιστή Ingres. Πολλοί θα ήταν σε θέση να αναπαραγάγουν τις μισές απ' τις σκέψεις που περιέχει το έργο του, περισσότεροι θα μπορούσαν να το προσυπογράψουν ολόκληρο, κανείς δεν θα μπορούσε να το γράψει όπως αυτός.
Κλείνω αυτές τις γραμμές πολύ μακριά του καθώς πάλι τον έχει χάσει για μιαν ακόμη φορά η μια πατρίδα του και τον έχει ξανακερδίσει η άλλη. Προσπαθώ να αντικατοπτρίσω μέσα στο βλέμμα μου την πάντα φευγαλέα παρουσία του που δέχεται σχεδόν φιλικά να την πολιορκήσεις χωρίς ποτέ να σ' αφήνει να την εκπορθήσεις. Θα ήθελα αυτή τη στιγμή να τον δω στην πιο γήινη έκφρασή του, κοινωνικό και μοναχικό, φίνο ομοτράπεζο, να καπνίζει αλυσιδωτά τις μπλε και κίτρινες gauloises του, να κοιτάζει μ' ένα ζευγάρι ματιών που παιχνιδίζουν πονηρά πάνω στην κορφή μιας μύτης πυγμάχου, δίδυμο που διαψεύδει το ωροσκόπιό του για να το επιβεβαιώσει, κάκτο γεμάτο χυμό και αγκάθια, φίλο καλό και δύσκολο. Του στέλνω τον σεβασμό, την αγάπη και τον χαιρετισμό μου.